ιστί

  • 1Ἱστί' — Ἱστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἱστί' — ἱστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl (epic ionic) ἱστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱστία , ἱστίον web neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κελτιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών Κελτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέλτης + επίρρ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ελλην ιστί, λατιν ιστί] …

    Dictionary of Greek

  • 4κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 5κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 6κυνιστί — (Α) επίρρ. σαν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, οκλαδ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 7κυνοκεφαλιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τού κυνοκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ιππ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 8λυδιστί — (Α λυδιστί) επίρρ. κατά τη γλώσσα ή κατά τον τρόπο τών Λυδών αρχ. φρ. «λυδιστὶ ἁρμονία» (αρχ. ελλ. μουσ.) ο λύδιος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. Γαλλ ιστί, Ιων ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 9τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …

    Dictionary of Greek

  • 10φρυγιστί — Α επίρρ. 1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.) 2. κατά την φρυγική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί, μηδ ιστί)] …

    Dictionary of Greek