-
1 парус
1. арх. (пандатив) το λοφίο τρούλ-λου 2. мор. το ιστίο, το πανί 3. (солнечный) косм. το ηλιακό ιστίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парус
-
2 парус
-
3 регата
οι αγώνες λεμβοδρομίας/ιστιο-πλοίας, η ρεγκάτα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регата
-
4 солнечный
ηλιακ/ός- удар мед. η ηλιοπληξία, η ηλίασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > солнечный
-
5 грот
[γκρότ] ουσ. α γάμπια (τετράγωνο ιστίο) -
6 грот
[γκρότ] ουσ α γάμπια (τετράγωνο ιστίο) -
7 ветрило
-а ουδ.παλ. πανί, ιστίο. -
8 марсель
-я α.(ναυτ.) ιστίο του καρχησίου, δόλονας, γάμπια. -
9 нёбный
επ.1. υπερώιος, του ουραν ίσκου•-ая полость η υπερώα, ο ουρανίσκος.
2. ουρανισκόφωνος•-ые согласные ουρανισκόφωνα σύμφωνα•
- ая занавеска (ανατ.) οπίσθια ή μαλθακή υπερώα ή υπερώιο ιστίο.
-
10 нёбо
-а ουδ.1. ουρανίσκος, υπερώα•тврдое нёбо ο σκληρός (μπροστ ινός) ουρανίσκος•
мягкое нёбо ο μαλακός (πισινός) ουρανίσκος η υπερώιο ιστίο.
2. (διαλκ.) θόλος ρωσικής θερμάστρας. -
11 парус
-а, πλθ. -а α. ιστίο, πανί, άρμενο ιστιόπανο, καραβόπανο•идти под -ами αρμενίζω, ιστιοδρομώ, ιστιοπλοώ•
поднимать (поднять) -а σηκώνω πανιά (αποπλέω)•
поставить -έ βάζω πανιά•
убрать (свернуть) -а συμπτύσσω (μαζεύω) τα πανιά.
εκφρ.на всех -ах – με πλησιστια τη σημαία (ολοταχώς). -
12 регата
-ы θ.αγώνες κωπηλασίας ή ιστιο-πλοίας, λεμβοδρομία, ρεγκάτα. -
13 фок
-а α. (ναυτ.) δολώνιο, παροκέτο, πρωραίο ιστίο. || τριγωνικό πανί μονοκάταρτου πλοίου.εκφρ.—мачта – μπροστινά (πρωραίο) κατάρτι.
См. также в других словарях:
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek
ιστίο — το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι του πλοίου ώστε να το φουσκώνει ο άνεμος και έτσι να κινείται το πλοίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… … Dictionary of Greek
μονόσειρος — η, ο 1. αυτός που έχει μία μόνο σειρά 2. φρ. «μονόσειρο ιστίο» ναυτ. ιστίο που φέρει μία μόνο σειρά, ώστε σε περίπτωση κακοκαιρίας να ελαττώνεται η επιφάνειά του, ιστίο με μία μπίντα, όπως είναι τα ημιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σειρά] … Dictionary of Greek
προΐστιο — το, Ν ναυτ. ιστίο που υψώνεται ανάμεσα σε δύο ιστία ιστιοφόρου πλοίου, μπροστά από το κύριο ιστίο, κν. βελαστράλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ιστίο. Η λ., στον λόγιο τ. προΐστιον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… … Dictionary of Greek
σειρόδετος — η, ο, Ν 1. ναυτ. (για ιστίο) αυτός που είναι δεμένος με σειρά ή με σειράδιο 2. φρ. «σειρόδετο ιστίο» ιστίο δεμένο με σειρά ή με σειράδιο, κν. μουδαρισμένο πανί ή μουδάτο πανί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + δετος (< δένω). Το ουδ. σειρόδετον… … Dictionary of Greek
γολέτα — Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα… … Dictionary of Greek
λωματίζω — [λώμα] ράβω λώμα, σχοινί γύρω από το ιστίο, ενισχύω το ιστίο με λώμα … Dictionary of Greek
στηθωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει στήθος 2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο» [ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
φώσωνας — και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν νεοελλ. ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος μσν. αρχ. ιστίο πλοίου αρχ. (στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.… … Dictionary of Greek