ισπανία

  • 61Ομεϊάδες — Δυναστεία Αράβων χαλιφών που βασίλευαν στη Δαμασκό από το 661 έως το 750 και στην Κόρδοβα από το 755 έως το 1031. Η ονομασία τη δυναστείας προήλθε από την οικογένεια των Μπανού Ουμμάγια, της οποίας αποτελούσε μέλος ο Μοαουίγια, που εξελέγη… …

    Dictionary of Greek

  • 62Πριμ ι Πρατς, Χουάν — (Prim y Prats, 1814 – 1870). Ισπανός πολιτικός και στρατιωτικός. Γιος αξιωματικού του ισπανικού στρατού, κατετάγη και ο ίδιος στον στρατό σε ηλικία 19 χρόνων. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Καρλιστών και το 1843… …

    Dictionary of Greek

  • 63ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …

    Dictionary of Greek

  • 64Φράνκο Μπααμόντε, Φρανθίσκο — (Franco Bahamonde, Ελ Φερόλ, Γαλικία 1892 – Μαδρίτη 1975). Ισπανός στρατηγός και πολιτικός. Είναι ένας από τους πλέον αμφισβητούμενους σύγχρονους πολιτικούς. Αφού αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού από τη σχολή πεζικού του Τολέντο, ανέβηκε …

    Dictionary of Greek

  • 65Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 66Σεφάρδοι — και άκλ. Σεφαρντίμ, οι, Ν οι Εβραίοι και οι απόγονοι τους που έζησαν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία από τον Μεσαίωνα ώς τον διωγμό και τη μαζική απέλασή τους από τις χώρες αυτές κατά τις τελευταίες δεκαετίες τού 15ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …

    Dictionary of Greek

  • 68αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …

    Dictionary of Greek

  • 69αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών …

    Dictionary of Greek

  • 70αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek