ισπανία

  • 111Βαντόμ, Λουί Ζοζέφ, δούκας ντε- — (Louis Joseph, duc de Vendôme, Παρίσι 1654 – Βιναρόθ, Ισπανία 1712). Γάλλος στρατηγός. Εγγονός του Σεζάρ, δούκα της Β. και προπάτορα του ομώνυμου βασιλικού κλάδου. Στις αρχές της σταδιοδρομίας του πολέμησε στην Ολλανδία (1672) και μετά από τρία… …

    Dictionary of Greek

  • 112Βησιγότθοι — Γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων (o άλλος ήταν οι Οστρογότθοι). Τον 4ο αι. μ.Χ., οι B., αφού εξασφάλισαν την άδεια να εγκατασταθούν στη Μοισία για να διαφύγουν από τους επερχόμενους Ούννους, επαναστάτησαν και… …

    Dictionary of Greek

  • 113Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 114Γκοϊτισόλο, Χουάν — (Juan Goytisolo, Βαρκελώνη 1931 –).Ισπανός διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με την εποχή του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία. Ένα οδυνηρό βίωμα των χρόνων αυτών, ο θάνατος της μητέρας του σε βομβαρδισμό, βρήκε την… …

    Dictionary of Greek

  • 115Γκόμεθ ντε λα Σέρνα, Ραμόν — (Ramon Gοmez de la Serna, Μαδρίτη 1888 – Μπουένος Άιρες 1963).Ισπανός συγγραφέας. Θεωρείται η αυθεντικότερη φυσιογνωμία της πρωτοποριακής λογοτεχνίας, της οποίας ήταν εκφραστής στην Ισπανία, όχι μόνο με την επιθεώρηση Προμηθεύς (Prometeo),που… …

    Dictionary of Greek

  • 116Γουέλινγκτον, Άρθουρ Γουέλσλεϊ, δούκας του- — (Arthur Wellesley, Duke of Wellington, Δουβλίνο 1769 – Γουόλμερ Κασλ 1852). Άγγλος στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στο Ίτον, πολέμησε ως αξιωματικός του πεζικού εναντίον των Γάλλων στην Ολλανδία το 1793 και ύστερα στάλθηκε στην Ινδία, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 117Δομίνικος ντι Γκουθμάν — (Domenico di Guzmαn, Καλερουέζα, Ισπανία 1170 – Μπολόνια 1221). Ισπανός άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Φελίτσε και της Τζοβάνα ντε Άζα. Μορφώθηκε στην Παλένθια, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της εποχής του, όπου έγινε ιερέας. Το 1203 …

    Dictionary of Greek

  • 118Δον Ζουάν — Λογοτεχνικός ήρωας. Στην ερωτική μυθολογία της Δύσης ο Δ.Ζ. εγγράφεται ως μια προνομιακή μορφή, της οποίας οι μεταμορφώσεις είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για την εικόνα που κάθε ιστορική εποχή σχηματίζει για τον έρωτα. Ο Δ.Ζ., αντίθετα με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 119Ελ Αρχάρ — (El Argar). Μικρό χωριό στην επαρχία της Αλμέρια στη νοτιοανατολική Ισπανία, στα περίχωρα του οποίου ανακαλύφθηκε και ερευνήθηκε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., μία εκτεταμένη νεκρόπολη της εποχής του χαλκού (περ. 1800 1300 π.Χ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 120Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek