ισπανία

  • 101Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… …

    Dictionary of Greek

  • 102Αμιέν — (Amiens).Πόλη (139.210 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σομ (6.170 τ. χλμ., 555.551 κάτ.) και έδρα επισκοπής από τον 4ο αι. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σομ, όπως υποδηλώνει και το γαλατικό όνομά της,… …

    Dictionary of Greek

  • 103Αμίτσι, Εντμόντο ντε- — (Edmondo de Amicis, 1846 – 1908). Ιταλός λογοτέχνης. Συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κούνεο και στο Τορίνο και αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή της Μοντένα το 1865 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στη μάχη της Κουστόρα το 1867 …

    Dictionary of Greek

  • 104Αμπντ αλ-Ραχμάν ή Αμπντ αρ-Ραχμάν — Όνομα Αράβων χαλιφών. 1. Α.α.Ρ. Α’ (731 – 788). Χαλίφης της Ισπανίας (756 788), ιδρυτής του εμιράτου των Ομεϊαδών της Κόρντομπα, γνωστός με το παρατσούκλι αλ Νταχίλ (δηλαδή ο ξενοφερμένος). Το 750 κατέφυγε στην Αφρική για να ξεφύγει από τη σφαγή… …

    Dictionary of Greek

  • 105Ανγκιέρα, Πέτερ Μαρτίρ ντ’- — (Peter Martyr d’ Anghiera, Αρόνα, Ιταλία 1457 – Γρανάδα, Ισπανία 1526). Ιταλός ιστορικός και γεωγράφος. Πήγε στη Ρώμη περίπου στο 1478 και έγινε γραμματέας του κυβερνήτη Φραντσέσκο Νέγκρο. Αργότερα, μπήκε στην υπηρεσία του κόμητα της Τεντίλα, τον …

    Dictionary of Greek

  • 106άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …

    Dictionary of Greek

  • 107άουτο ντα φε — (auto da fe). Στα πορτογαλικά σημαίνει κυριολεκτικά πράξη πίστης· πρόκειται για την πανηγυρική διακήρυξη πίστης του δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία όταν τελείωνε μια δίκη εναντίον προσώπων που είχαν παραβεί τους νόμους της θρησκείας ή …

    Dictionary of Greek

  • 108Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …

    Dictionary of Greek

  • 109Αραγονία — (Aragόn). Διοικητική περιφέρεια (επίσημα, αυτόνομη περιοχή) και πρώην βασίλειο (47.720 τ. χλμ., 1.199.753 κάτ. το 2001) της Ισπανίας που αποτελείται από τρεις επαρχίες: Ουέσκα, Τερουέλ και Σαραγόσα. Καθεμία από αυτές τις επαρχίες έχει πρωτεύουσα… …

    Dictionary of Greek

  • 110Βαλιέχο, Σέσαρ — (César Vallejo, Σαντιάγο ντε Τσούκο, Περού 1895 – Παρίσι 1938). Περουβιανός ποιητής και πεζογράφος. Μιγάς και από φτωχή οικογένεια, υπέστη πολιτικές διώξεις στην πατρίδα του, υπέφερε από τη φτώχεια και τις φυλακίσεις και στο τέλος αναγκάστηκε να… …

    Dictionary of Greek