1Ισθμόθι — Ἰσθμόθι (Α) επίρρ. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. θι*] …
Dictionary of Greek
2Ἰσθμόθι — on the Isthmus indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ἰσθμόθι — on the Isthmus indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)