ιεμαι
1ίεμαι — ἵεμαι (Α) 1. κινούμαι πρός τα εμπρός 2. βιάζομαι 3. επιδιώκω, επιθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό F . Ο αρχικός τ. τού ρήματος πρέπει να ήταν *Fεῑ μαι (< IE *wei… …
2ἵεμαι — ἵημι Ja c io pres ind mp 1st sg …
3κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …
4παραπονιέμαι — και παραπονιούμαι και παραπονούμαι, έομαι 1. εκφράζω παράπονο για αδικία που μού συνέβη ή για κακό που έπαθα, διαμαρτύρομαι, κλαίγομαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παραπονεμένος, η, ο λυπημένος, δυσαρεστημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πονώ / ούμαι.… …
5воин — укр. воïн, др. русск. воинъ, мн. ч. вои, ст. слав. воинъ στρατιώτης (Супр.), болг. войник солдат , сербохорв. во̀jни̑к, словен. vojnik, чеш., слвц. vojin, vojak. Другая ступень чередования: в ст. слав. повинѫти покорить . Родственно лит. vejù,… …
6Geyer (2), der — 2. Der Geyer, des s, plur. ut nom. sing. 1) Eine Benennung verschiedener großen Raubvögel. So werden der Mausefalk, der Wannenweher, der Taubenfalk, der Baumfalk, eine Art Wasserschwalben, welche sich von dem Gewürme nähren u.a.m. selbst bey den… …
7PROPITII Dii — tum putati Gentilibus cum hominibus videndi sui copiam praebebant. Quintilianus. Declamat. 10. Quotiescumque domus fuerat gratô sopere prostrata, aderat ille, quales bumanis offerunt oculis propitii Dii, quale loetissimum Numen est cum se patitur …
8ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …
9ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …
10αγγελοφορούμαι — ( έομαι) και ιέμαι βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + αφορούμαι παρά το ὑφορῶμαι] …