ιδάριον

  • 1μελιδάριον — μελιδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού μέλος) μικρός ψαλμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. ιδάριον (πρβλ. ιματ ιδάριον, χρυσ ιδάριον)] …

    Dictionary of Greek