ιδιόμορφος
1ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] …
2ιδιόμορφος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει κάποια ιδιαίτερη μορφή, ιδιότυπος: Ιδιόμορφη κατασκευή. – Ιδιόμορφος χαρακτήρας. – Ιδιόμορφο πολίτευμα. 2. «ιδιόμορφα ορυκτά», ορυκτά που δεν έχουν υποστεί την επίδραση άλλων στοιχείων κατά το σχηματισμό τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἰδιόμορφον — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem acc sg ἰδιόμορφος of peculiar form neut nom/voc/acc sg …
4ἰδιομόρφοις — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut dat pl …
5ἰδιομόρφων — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem/neut gen pl …
6ἰδιόμορφοι — ἰδιόμορφος of peculiar form masc/fem nom/voc pl …
7ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …
8ιδιότυπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότυπος, ον) αυτός που έχει δικό του τύπο, ξεχωριστή μορφή, ο ιδιόμορφος. επίρρ... ιδιοτύπως ιδιορρύθμως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τύπος (< τύπος), πρβλ. αντί τυπος, ζηλό τυπος] …
9κλειδαρότρυπα — η 1. η οπή τής κλειδαριάς στην οποία εισέρχεται το κλειδί 2. παροιμ. «είναι από κείνους που είδε ο θεός από την κλειδαρότρυπα» για τους πολύ πλούσιους ή χωρίς αξία επιφανείς 3. φρ. αστρον. «Νεφέλωμα Κλειδαρότρυπας» ιδιόμορφος ερυθρός αστέρας και… …
10μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …
- 1
- 2