-
1 ιδιωτικός
[идиотикос] εκ. частный, личный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδιωτικός
-
2 частный
частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο* * *ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία
ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο
-
3 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό. -
4 частнопрактикующий
επ.ιδιωτικός•частнопрактикующий врач ιδιωτικός (μη κρατικός) γιατρός.
-
5 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
6 частный
1. (представляющий отдельную часть от чего-л. целого) μερικός, τμηματικός 2. (изолированный, нехарактерный, случайный) μεμονωμένος, ειδικός 3. (личный) προσωπικός, ιδιωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > частный
-
7 частник
частникм разг ὁ ιδιωτικός ἐμπορος. -
8 частник
[τσάτνικ] ουσ. α ιδιωτικός έμπορος -
9 частный
[τσάσνυΐ] επ. ιδιωτικός -
10 частник
[τσάτνικ] ουσ α ιδιωτικός έμπορος -
11 частный
[τσάσνυϊ] επ ιδιωτικός -
12 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
13 детектив
-а α.αστυνομικός ιδιωτικός, ντεντέκτιβ. || αστυνομικό λογοτεχνικό έργο. -
14 издательство
-а ουδ.εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό•государственное издательство το κρατικό εκδοτικό•
частное издательство ιδιωτικός εκδοτικός οίκος.
-
15 партикулярный
επ. παλ.1. ίδιος, ιδιαίτερος• ατομικός.2. (για ενδυμασία) ιδιωτικός. -
16 приват-доцент
-а α. παλ.καθηγητής ιδιωτικός. -
17 приватный
επ. παλ. ανεπίσημος•-ая беседа ανεπίσημη συνομιλία•
-ое лицо ανεπίσημο πρόσωπο.
|| παλ. ιδιωτικός (μη κοινός). || παλ. πάρεργος συμπληρωματικός. -
18 стряпчий
-его α. παλ.1. οικονόμος αυλικός.2. επόπτης δικαστικός.3. διαχειριστής ιδιωτικός. -
19 частный
επ.1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•-ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•
я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•
-ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•
-ая жизнь ιδιωτική ζωή•
-ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•
-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•
частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.
2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•частный случай μεμονωμένη περίπτωση.
3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.
4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•
заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.
5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.εκφρ.- ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•частный поверенный – παλ. ο δικηγόρος•частный пристав – βλ. 5 σημ.
См. также в других словарях:
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
ἰδιωτικός — ἰ̱διωτικός , ἰδιωτίζω pronounce in the local manner perf part act neut nom/voc/acc sg ἰδιωτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει σε ιδιώτη, που δεν έχει δημόσιο ή επίσημο χαρακτήρα: Ιδιωτικό σχολείο. – Ιδιωτική εκπαίδευση. – Ιδιωτικό έγγραφο. 2. ατομικός: Ιδιωτική υπόθεση. – Ιδιωτική πρωτοβουλία. 3. (νομ.), «ιδιωτικό δίκαιο», αυτό που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιωτικά — ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc pl ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc/acc dual ἰδιωτικά̱ , ἰδιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτερον — ἰδιωτικός of adverbial comp ἰδιωτικός of masc acc comp sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικωτέρων — ἰδιωτικός of fem gen comp pl ἰδιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικῶν — ἰδιωτικός of fem gen pl ἰδιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικόν — ἰδιωτικός of masc acc sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατα — ἰδιωτικός of adverbial superl ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικώτατον — ἰδιωτικός of masc acc superl sg ἰδιωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιωτικαῖς — ἰδιωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)