-
1 сонный
επ.1. του ύπνου•в -ом состоянии σε κατάσταση ύπνου.
|| στον ύπνο•-ые грзы όνειρα, ονειροπολήματα, ονειροφαντασίες•
бред παραμίλημα στον ύπνο.
2. αποκοιμισμένος. || μτφ. νωθρός, νωχελής, οκνός, χαύνος.3. μαχμουρλής, -ιδικός, υπνώδης, αγουροξυπνημένος. || υπναλέος, νυσταλέος•сонный вид νυσταλέα οψη.
4. υπνογονος, υπνοφόρος• υπνωτικός•-ые порошки σκονάκια υπνωτικά.
εκφρ.- ые артерии – οι καρωτίδες αρτηρίες.
См. также в других словарях:
δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… … Dictionary of Greek
τσαμπουκαλίδικος — η, ο, Ν 1. μάγκικος, ζόρικος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσαμπουκαλίδικα είδος συνθηματικής διαλέκτου τών ανθρώπων τού υποκόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαμπουκαλής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μερακλ ίδικος, μπελαλ ίδικος)] … Dictionary of Greek
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek