-
1 сонный
επ.1. του ύπνου•в -ом состоянии σε κατάσταση ύπνου.
|| στον ύπνο•-ые грзы όνειρα, ονειροπολήματα, ονειροφαντασίες•
бред παραμίλημα στον ύπνο.
2. αποκοιμισμένος. || μτφ. νωθρός, νωχελής, οκνός, χαύνος.3. μαχμουρλής, -ιδικός, υπνώδης, αγουροξυπνημένος. || υπναλέος, νυσταλέος•сонный вид νυσταλέα οψη.
4. υπνογονος, υπνοφόρος• υπνωτικός•-ые порошки σκονάκια υπνωτικά.
εκφρ.- ые артерии – οι καρωτίδες αρτηρίες. -
2 удачливый
επ., βρ: -лив, -а, -оτυχερός-γουρλής, -ιδικός• καλορίζικος•-ая женщина τυχερή γυναίκα•
удачливый человек τυχερός άνθρωπος, γουρλής• τυχεράκιας.
|| επιτυχής, πετυχημένος. -
3 хлопотливый
επ. βρ: -лив, -а, -оγεμάτος φροντίδες, πολυμέρ ιμνος, νοιασμένος. || μπελαλής, -ιδικός, όλο σκοτούρες.
См. также в других словарях:
ἰδικός — special masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδικός — ή, ό (ΑΜ ἰδικός, ή, όν) δικός, αυτός που ανήκει σε κάποιον. επίρρ... ἰδικῶς (Α) ξεχωριστά, ιδιαιτέρως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την κοινή σημ. «δικός» < ίδιος + (ι)κος από το επίθ. ιδικός προέρχεται ο νεοελλ. τ. δικός*] … Dictionary of Greek
ιδικός — ή, ό βλ. δικός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδικά — ἰδικός special neut nom/voc/acc pl ἰδικά̱ , ἰδικός special fem nom/voc/acc dual ἰδικά̱ , ἰδικός special fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικώτερον — ἰδικός special adverbial comp ἰδικός special masc acc comp sg ἰδικός special neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικωτάτων — ἰδικός special fem gen superl pl ἰδικός special masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικωτέραις — ἰδικός special fem dat comp pl ἰδικωτέρᾱͅς , ἰδικός special fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικωτέρων — ἰδικός special fem gen comp pl ἰδικός special masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικῶν — ἰδικός special fem gen pl ἰδικός special masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικόν — ἰδικός special masc acc sg ἰδικός special neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδικώτατα — ἰδικός special adverbial superl ἰδικός special neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)