ιδεολογικός

  • 1ιδεολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεολογία και στον ιδεολόγο: Ιδεολογικός αγώνας. – Ιδεολογικές αρχές. – Ιδεολογικές διαφορές …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2ιδεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεολογία. επίρρ... ιδεολογικώς και ά από ιδεολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologique < ideo (πρβλ. ιδέα) + logique (πρβλ. λογικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Φ. Φουρναράκη] …

    Dictionary of Greek

  • 3Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 5αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή …

    Dictionary of Greek

  • 6Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 7Κραμσκόι, Ιβάν Νικολάγεβιτς — (Ivan Nikolaevich Kramskoy, Oστρογκόζκ 1837 – Αγία Πετρούπολη 1887). Ρώσος ζωγράφος, χαράκτης και κριτικός τέχνης. Γόνος μικροαστικής οικογένειας, ο Κ. σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και κατέστη ο ιδεολογικός ηγέτης του …

    Dictionary of Greek

  • 8στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)