-
1 ιατρείο
[иатрио] ουσ. о. кабинет врача.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιατρείο
-
2 амбулатория
-
3 диспансер
диспансер м το ιατρείο; туберкулёзный \диспансер το φθισιατρείο* * *мτο ιατρείοтуберкулёзный диспансе́р — το φθισιατρείο
-
4 консультация
консультация ж 1) (совет) η συμβουλή, η γνωμάτευση получить \консультацияю συμβουλεύομαι дать \консультацияю δίνω συμβουλή 2) (учреждение): юридическая \консультация το γραφείο νομικών συμβουλών женская \консультация το γυναικολογικό ιατρείο* * *ж1) ( совет) η συμβουλή, η γνωμάτευσηполучи́ть консульта́цию — συμβουλεύομαι
дать консульта́цию — δίνω συμβουλή
2) ( учреждение)юриди́ческая консульта́ция — το γραφείο νομικών συμβουλών
же́нская консульта́ция — το γυναικολογικό ιατρείο
-
5 пункт
пункт м 1) (место) το σημείο, το κέντρο· медицинский \пункт το ιατρείο· переговорный \пункт το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός' сборный \пункт о τόπος συγκέντρωσης 2) (параграф) η παράγραφος* το άρθρο (раздел)* * *м1) ( место) το σημείο, το κέντροмедици́нский пункт — το ιατρείο
перегово́рный пункт — το τηλεφωνείο, ο τηλεφωνικός σταθμός
сбо́рный пункт — ο τόπος συγκέντρωσης
-
6 амбулаторный
επ.ο του ιατρείου•амбулаторный прием οι ώρες που δέχεται το ιατρείο•
амбулаторный больной ασθενής, επισκεπτόμενος το ιατρείο.
-
7 консультация
-и θ.1. παλ. σύσκεψη ειδικών, κονσούλτο.2. γνωμοδότηση, γνωμάτευση, συμβουλή.3. ίδρυμα, γραφείο•детская консультация παιδικό ιατρείο•
женская консультация γυναικολογικό ιατρείο•
юридическая консультация γραφείο νομικών συμβουλών.
-
8 амбулатория
το (εξωτερικό) ιατρείο (του νοσοκομείου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амбулатория
-
9 изолятор
1. (физ., эл.) о μονωτήρας, о μονωτήςорешковый - эл. καρυοειδής -2. (помещение) το απο-μονωτήριο (ιατρείο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изолятор
-
10 кабинет
το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кабинет
-
11 консультация
1. (совет специалиста) η γνωμοδότηση, η γνωμάτευση, η συμβουλή, юридическая - νομική - 2. (заседание специалистов) η επίσκεψη, η σύσκεψη, το συμβούλιο (για την έκδοση γνωμοδότησης) 3. (учреждение) το ίδρυμα, το γραφείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > консультация
-
12 амбулатория
амбулатор||ияж τό ἐξωτερικό[ν] ἰατρεῖο[ν]. -
13 амбулаторный
амбулатор||ныйприл τοῦ ἐξωτερικού ἱατρείου:\амбулаторныйный больной ὁ ἐξωτερικός ἀσθενής ἱατρείου; \амбулаторныйное лечение θεραπεία σέ ἐξωτερικό ἱατρείο. -
14 диспансер
диспансерм τό ίατρεῖο[ν], τό ντισπα-νσέρ:туберкулезный \диспансер τό φυματιολογικό ντισπανσέρ, τό ἐξωτερικό φθισιατρείο. -
15 кабинет
кабинетж1. τό γραφεῖο[ν] (для занятий)! τό ἰατρεῖο[ν] (врачебный):химический \кабинет τό χημείο· зубоврачебный \кабинет τό ὀδοντοϊατρεῖο· косметический \кабинет τό καλλωπιστήριό хирургический \кабинет τό χειρουργείο·2. полит ἡ κυβέρνηση [-ις], τό ὑπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]:сформировать \кабинетσχηματίζω κυβέρνηση (или ὑπουργείο). -
16 консультация
консульт||ацияж1. (совещание) ἡ σύσκεψη [-ις], ἡ διάσκεψη [-ις] / τό κονσοῦλτο (консилиум врачей)·2. (совет) ἡ γνωμάτευση [-ις], ἡ γνωμοδότηση[-ις]·3. (учреждение) τό γραφείο συμβουλών:детская \консультацияация ἐξωτερικό ἱατρείο γιά βρέφη· юридическая \консультацияация τό γραφείο νομικών συμβουλών. -
17 медпункт
медпунктм (медицинский пункт) ὁ σταθμός πρώτων βοηθειών, τό ἱατρείο. -
18 покой
поко||й Iм ἡ ἡσυχία, ἡ ἡρεμία / физ. ἡ ἀκινησία:душевный \покой ἡ ψυχική ἡρεμία· не иметь \покойя δέν βρίσκω ήσυχία· нарушать \покой διαταράσσω τήν ήσυχία· не давать \покойя δέν ἀφήνω ήσυχο· оставить в \покойе ἀφήνω ήσυχο· ◊ уйти на \покой ἀποσύρομαι, παύω νά δουλεύω.поко||й IIм уст. (комната):богатые \покойи τά πλούσια διαμερίσματα· ◊ приемный \покой ἱατρείο παραλαβής ἀσθενών. -
19 амбулатория
[αμμπουλατόριγια] ουσ. θ. το εξωτερικό ιατρείο -
20 диспансер
[ντισπανσιέρ] ουσ. α. ιατρείο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιατρείο — το (ΑΜ ἰατρεῑον, Α και ιων. τ. ἰητρεῑον) [ιατρεύω] ο χώρος στον οποίο ο γιατρός δέχεται τους ασθενείς για εξέταση μσν. αρχ. 1. η εκκλησία, ως «ἰατρεῑον τῶν ψυχῶν» 2. η προσευχή, ως «ἰατρεῑον τῶν πλημμελημάτων» αρχ. 1. μέσο θεραπείας 2. στον πληθ … Dictionary of Greek
ιατρείο — το μέρος όπου ο γιατρός δέχεται και εξετάζει τους αρρώστους: Αγροτικά ιατρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηνιατρείο — Ιατρείο για την περίθαλψη άρρωστων ζώων. Γενικότερα, αποτελεί μία κτηνιατρική υπηρεσία περιορισμένης αρμοδιότητας, που φροντίζει τόσο για τη νοσηλεία των άρρωστων ζώων όσο και για την προληπτική προάσπιση της υγείας τους. Η περίθαλψη των ζώων… … Dictionary of Greek
λυσσιατρείο — το ειδικό θεραπευτήριο στο οποίο γίνεται προληπτική θεραπεία τής λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + ιατρείο (πρβλ. οφθαλμ ιατρείο). Η λ., στον λόγιο τ. λυσσιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
οδοντιατρείο — το ιατρείο τού οδοντιάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδοντίατρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀδοντιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ζακόπουλος, Νίκος — (Μεσσήνη, Μεσσηνία 1914 – 1997). Γιατρός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας παθολογίας. Σταδιοδρόμησε σε διάφορα νοσοκομεία και στο ΙΚΑ μέχρι το 1955, οπότε λειτούργησε… … Dictionary of Greek
Ντόιλ, Άρθουρ Κόναν — (Sir Arthur ConanDoyle, Εδιμβούργο 1859 – Κρόουμπορο, Σάσεξ 1930). Βρετανός συγγραφέας. Μαθητής των ιησουιτών, πήρε δίπλωμα ιατρικής και υπηρέτησε ως γιατρός σε πλοίο, ταξιδεύοντας στην Αρκτική και στις ακτές της Αφρικής. Μετά την επιστροφή του… … Dictionary of Greek
Ξάνθης και Περιθεωρίου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα την Ξάνθη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 83 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 94 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργούν τα μοναστήρια: α) Αντρικά: Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας (14ος αι.) και Παμμεγίστων Ταξιαρχών (15ος αι.). β)… … Dictionary of Greek
κτηνιατρείο — το ιατρείο, όπου θεραπεύονται ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)