ιασταί

  • 1Σαμοθρακιασταί — οἱ, Α (στη Σαμοθράκη) οι τελεστές τών μυστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαμοθρᾴκη + κατάλ. ιασταί, μέσω ενός ρ. *σαμοθρᾳκιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πανιασταί — οι, Α ιερός σύλλογος στη Ρόδο και την Πέργαμο, τον οποίο αποτελούσαν λάτρεις τού θεού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν + κατάλ. ιαστής (πρβλ. Απολλων ιασταί, Ασκλαπ ιασταί)] …

    Dictionary of Greek

  • 3σαραπιασταί — oἱ, Α θίασος, σύλλογος λάτρεων τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις + κατάλ. ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σαραπιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] …

    Dictionary of Greek

  • 4συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… …

    Dictionary of Greek

  • 5σωτηριασταί — οἱ, Α προσκυνητές τής Αρτέμιδος Σωτείρας στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωτήρ, σώτειρα + κατάλ. ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σωτηριάζω (πρβλ. ποσειδων ιασται)] …

    Dictionary of Greek

  • 6Σαβαζιαστές — οι / Σαβαζιασταί, ΝΑ μυθ. οι λάτρες τού θεού Σαβαζίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαβάζιος + κατάλ. ιαστής, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *σαβαζιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] …

    Dictionary of Greek