θῶσθαι δαίνυσθαι

  • 1θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …

    Dictionary of Greek