θῦλαξ
1θῦλαξ — masc nom/voc sg …
2γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο …
3θυλάγροικος — θυλάγροικος, ον (Α) άξεστος, υπερβολικά αγροίκος, αυτός που έχει περιορισμένες πνευματικές ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *θυλακ άγροικος (< θύλαξ + άγροικος) με απλολογία (πρβλ. θυμάγροικος)] …
4θύλακας — ο (Α θύλαξ) θύλακος* νεοελλ. στρ. η είσοδος και παραμονή στρατευμάτων σε τμήμα τού εχθρικού εδάφους, ενώ τα πλευρικά εδάφη εξακολουθούν να κατέχονται από τις εχθρικές δυνάμεις αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού… …
5κοινοθυλακώ — κοινοθυλακῶ, έω (Α) έχω ή επιδιώκω να έχω κοινό ταμείο, κοινό βαλάντιο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θυλαξ, ακος] …
6θυλάκων — θῡλάκων , θύλακος sack masc gen pl θῡλάκων , θῦλαξ masc gen pl …
7θύλακα — θύ̱λακα , θῦλαξ masc acc sg …
8θύλακας — θύ̱λακας , θῦλαξ masc acc pl …
9θύλακε — θύ̱λακε , θύλακος sack masc voc sg θύ̱λακε , θῦλαξ masc nom/voc/acc dual …
10θύλακες — θύ̱λακες , θῦλαξ masc nom/voc pl …
- 1
- 2