θῡμώδης
1θυμώδης — θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem acc pl (attic epic doric) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θῡμώδης , θυμώδης fierce masc/fem nom sg …
2θυμώδης — (I) θυμώδης, ες (Α) [θύμον] αυτός που μοιάζει με το θυμάρι. (II) ες (ΑΜ θυμώδης) [θυμός] ευέξαπτος, οξύθυμος, αψύς, οργίλος, ευερέθιστος μσν. 1. οξύς, ορμητικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμῶδες η ἔξαψη αρχ. (για ζώα) άγριος, ατίθασος, δυσήνιος.… …
3θυμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θυμωδέστερον — θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce adverbial comp θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce masc acc comp sg θῡμωδέστερον , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc comp sg …
5θυμώδει — θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θῡμώδει , θυμώδης fierce masc/fem/neut dat sg θῡμώδεϊ , θυμώδης fierce dat sg (epic) …
6θυμώδη — θῡμώδη , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θῡμώδη , θυμώδης fierce masc/fem acc sg (attic epic doric) …
7θυμῶδες — θῡμῶδες , θυμώδης fierce masc/fem voc sg θῡμῶδες , θυμώδης fierce neut nom/voc/acc sg …
8θυμώδεις — θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem acc pl θῡμώδεις , θυμώδης fierce masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
9яростивый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (θυμώδης) ярый, гневливый, запальчивый. … …
10-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …