θῡμα
1θῦμα — victim neut nom/voc/acc sg …
2θύμα — θύμᾱ , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl …
3θύμα — το, ατος 1. ζώο που προσφέρεται θυσία στους θεούς: Οδήγησε το θύμα στο βωμό. 2. αυτός που θυσιάζεται εκούσια για κάποιο σκοπό: Θύματης αγάπης του προς την πατρίδα. 3. αυτός που έχει σκοτωθεί: Αναφέρθηκε μεγάλος αριθμός θυμάτων. – Στο σεισμό δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θύμα — το (ΑΜ θῡμα) [θύω] ζώο θυσιάζομενο ή πράγμα προσφερόμενο ως θυσία, σφάγιο, προσφορά νεοελλ. μσν. 1. καθένας που προσφέρει τον εαυτό του ως ολοκαύτωμα, ως θυσία για κάποιο σκοπό («θύμα τής ευσυνειδησίας και τού καθήκοντος») 2. αυτός που έχει… …
5θῦμ' — θῦμα , θῦμα victim neut nom/voc/acc sg …
6θύμ' — θύμα , θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc pl θύμε , θύμος Cretan thyme masc voc sg …
7θύμαθ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual …
8θύματ' — θύ̱ματα , θῦμα victim neut nom/voc/acc pl θύ̱ματι , θῦμα victim neut dat sg θύ̱ματε , θῦμα victim neut nom/voc/acc dual …
9ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …
10ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα …