θᾰνάσῐμος

  • 21επιθάνατος — ἐπιθάνατος, ον (Α) 1. ετοιμοθάνατος 2. θανάσιμος, θανατηφόρος …

    Dictionary of Greek

  • 22θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …

    Dictionary of Greek

  • 23θανατήσιμος — θανατήσιμος, ίμη, ον (Μ) [θανατώ] 1. θανάσιμος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θανατήσιμος ο θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θανατησ τού θανατώ (ΙΙ) (πρβλ. μέλλ. θανατήσ ω) + κατάλ. ιμος (πρβλ. αινέσ ιμος < θ. αινέσ τού αινώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 24θανατήσιος — θανατήσιος, ον (Α) θανάσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ήσιος* (πρβλ. βιοτ ήσιος, καμπ ήσιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 25θανατερός — ή, ό ο θανάσιμος, ο θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. θανατηρός (< θάνατος + κατάλ. ηρός), πρβλ. μελετ ηρός, πον ηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 26θανατόεις — θανατόεις, εσσα, εν (Α) ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυ όεις, δρυ όεις, ζακρυ όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 27θνήσιμος — θνήσιμος, ον (Α) [θνήσκω] θανάσιμος* …

    Dictionary of Greek

  • 28καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… …

    Dictionary of Greek

  • 29μέλαγχρος — (7oς αι. π.Χ.). Τύραννος της Μυτιλήνης και αρχηγός των ολιγαρχικών. Σκοτώθηκε από τον Πιττακό και τους αδερφούς του Αλκαίου, Κίριδα και Αντιμενίδη. Ο Αλκαίος εκφράστηκε με επαινετικά λόγια για τον M. επειδή ήταν θανάσιμος εχθρός του Πιττακού,… …

    Dictionary of Greek

  • 30σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… …

    Dictionary of Greek