θᾰνάσῐμος
11θανασίμους — θανάσιμος deadly masc/fem acc pl …
12θανασίμων — θανάσιμος deadly masc/fem/neut gen pl …
13θανασίμῳ — θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat sg …
14θανάσιμα — θανάσιμος deadly neut nom/voc/acc pl …
15θανάσιμοι — θανάσιμος deadly masc/fem nom/voc pl …
16θανασιμαίος — θανασιμαῖος, αία, ον (Μ) [θανάσιμος] θανάσιμος …
17ՄԱՀԱՑՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0197 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. θανάσιμος, δηλητήριον letalis, mortifer, nocivus, laedens. Որպէս Մահածու, մահաբեր. մարարար, մահառիթ. *Մահացու դեղ, կամ դեղ մահացու. Մրկ. ՟Ժ՟Զ. 18 …
18βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …
19βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… …
20δυσαλθής — δυσαλθής, ές (Α) 1. ανίατος, αθεράπευτος 2. θανάσιμος …