θᾰλᾰμη-πόλος
1πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …
2θεμιστοπόλος — ο (Α θεμιστοπόλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος αρχ. 1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + πολος (< πέλω / ομαι),… …
3θεσμοπόλος — θεσμοπόλος, ὁ (Α) ο θεμιστοπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστο πόλος, θαλαμη πόλος] …
4ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο …
5νεκυηπόλος — νεκυηπόλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμη πόλος. Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων] …
6ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] …