θώραξ
1Θῶραξ — Θώραξ corslet masc nom/voc sg Θῶραξ masc nom/voc sg …
2θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του …
3θώραξ — θώρᾱξ , θώραξ corslet masc nom/voc sg …
4Θωράκοιν — Θώραξ corslet masc gen/dat dual Θῶραξ masc gen/dat dual …
5Θωράκων — Θώραξ corslet masc gen pl Θῶραξ masc gen pl …
6Θώρακα — Θώραξ corslet masc acc sg Θῶραξ masc acc sg …
7Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl …
8Θώρακε — Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θῶραξ masc nom/voc/acc dual …
9Θώρακες — Θώραξ corslet masc nom/voc pl Θῶραξ masc nom/voc pl …
10Θώρακι — Θώραξ corslet masc dat sg Θῶραξ masc dat sg …