θύτας
1θύτας — θύτᾱς , θύτης sacrificer masc acc pl θύτᾱς , θύτης sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) θύτᾱς , θυτήρ sacrificer masc acc pl θύτᾱς , θυτήρ sacrificer masc nom sg (epic doric aeolic) …
2θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… …