θύρῃ
1θύρη — (I) θύρη, ἡ (Α) ιων. και επικ. τ. τού θύρα*. (II) θύρη, τὰ (Μ) η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα τής πύλης τού αγίου βήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θύρα με μεταβολή γένους] …
2Θύρη — Θύρευς masc nom/voc/acc dual Θύρευς masc acc sg …
3θύρη — θύρα door fem nom/voc sg (epic ionic) …
4Θύρῃ — Θύρηι , Θύρευς masc dat sg (epic ionic) …
5θύρῃ — θύρα door fem dat sg (epic ionic) …
6θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …
7εϋκλήις — ἐϋκλήϊς, ῑδος, ἡ (Α) (επικ. τ. τού θηλ. εύκλειστος) η κλεισμένη καλά («θύρη... ἐϋκλήϊς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κληΐς, επικ. τ. τού κλεις «σύρτης, αμπάρα»] …
8καταρράπτω — (AM, Α και καταράπτω) συρράπτω, στερεώνω με ραφές («θύρη κατερραμένη ῥιπεϊκαλάμων» πόρτα ραμμένη με πλέγμα από καλάμια, Ηρόδ.) αρχ. μηχανεύομαι, παρασκευάζω («Πενθεῑ καταρράψας μόρον», Αισχύλ.) …
9μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] …
10όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… …
- 1
- 2