θύρσιον
1θύρσιον — και θυρσίον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. θύμος*, θυμάρι 3. είδος αναρριχητικού φυτού, αλλ. κατανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν ίον, παιδ ίον)] …
2θύρσιον — neut nom/voc/acc sg …
3θυρσίων — θύρσιον neut gen pl θυρσίων tursio masc nom/voc sg …
4Thyrsos — Satyr und Mänade mit Thyrsoi, attische rotfigurige Kantharos, um 460 v. Chr., Cabinet des médailles (De Ridder 849) …
5θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …