θύμβρη
1Θύμβρη — Θύμβρης masc voc sg (epic ionic) …
2θύμβρη — θύμβρα savory fem nom/voc sg (epic ionic) …
3Θύμβρῃ — Θύμβρης masc dat sg (epic ionic) …
4θύμβρῃ — θύμβρα savory fem dat sg (epic ionic) …
5Θύμβρη ή Θύμβρα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στα ΝΑ της Τροίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η ονομασία αυτή δόθηκε από τον Δάρδανο, προς τιμή του συντρόφου του Θυμβραίου. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας, κοντά στο σημείο της συμβολής του Σκάμανδρου και του… …
6θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …
7ФИМБРА — • Thymbra, Θύμβρη, древний, рано исчезнувший город у реки Фимбрия, на севере от Илиона. Поблизости его находился холм Καλλικολώνη. Β Φ. был храм Аполлона. Ноm. Il. 10, 430. 20, 53. Strab. 13, 598 …
8THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες …
9προβάτειος — α, ο / προβάτειος, εία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ [πρόβατον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, προβατήσιος αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβάτειος το φυτό θρούμπι, η θύμβρη* 2. το ουδ. ως ουσ. τό προβάτειον το φυτό αρνόγλωσσο …