θύη

  • 1θύη — θύα fem nom/voc sg (attic epic ionic) θύος burnt sacrifice neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θύος burnt sacrifice nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) θύος burnt sacrifice masc/fem acc sg (attic epic doric) θύος burnt sacrifice neut… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θύῃ — θύα fem dat sg (attic epic ionic) θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres ind mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj act 3rd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θύηι — θύῃ , θύα fem dat sg (attic epic ionic) θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres ind mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 1 offer by burning pres subj act 3rd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage pres subj mp 2nd sg θύ̱ῃ , θύω 2 rage… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4θυηδόχος — θυηδόχος, ον (Α) (για πράγματα) αυτός που δέχεται θυμίαμα («θυηδόχος τράπεζα», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη πόλος, θυη φάγος) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόχος, παραγγελιο δόχος] …

    Dictionary of Greek

  • 5θυηπόλος — θυηπόλος, ον θηλ. και η (Α) 1. αυτός που ασχολείται με θυσίες («θυηπόλος χείρ», Αισχύλ.) 2. ως ουσ. μάντης («Κάλχαντι τῷ θυηπόλῳ», Ευρ.) 3. επιγρ. ιερέας 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ θυηπόλοι (ενν. παρθένοι) οι Εστιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή… …

    Dictionary of Greek

  • 6θυηφάγος — θυηφάγος, ον (Α) (ως επίθ. τής φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυη , μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α συνθετικό (πρβλ. θυη δόχος, θυη πόλος) + φάγος… …

    Dictionary of Greek