θίᾰσος
1θίασος — Bacchic revel masc nom sg …
2θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …
3θίασος — ο ομάδα ηθοποιών που ανεβάζει στη σκηνή διάφορα θεατρικά έργα: Δραματικός θίασος. – Συγκροτήθηκε θίασος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θιάσω — θίασος Bacchic revel masc nom/voc/acc dual θίασος Bacchic revel masc gen sg (doric aeolic) …
5Тиаз — (θίασος) в древнегреческ. культе экстатическая процессия, устраивавшаяся в честь каких то божеств (особенно Диониса); участники и участницы ее с криками, пением, плясками пробегали по улицам города и окрестностям. Судя по материалу, который дают… …
6ФИАС — • Θίασος, собственно шествие Вакха, см. Dionysus, Дионис, 9. Так назывались вообще все общества, имевшие общий культ, будь они составлены именно с этой целью или для взаимной поддержки, для общих удовольствий или занятий …
7συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… …
8θιάσοιο — θίασος Bacchic revel masc gen sg (epic) …
9θιάσοις — θίασος Bacchic revel masc dat pl …
10θιάσοισιν — θίασος Bacchic revel masc dat pl (epic ionic aeolic) …