θήραμα

  • 41πάναγρος — πάναγρος, ον (Α) αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ αγρος] …

    Dictionary of Greek

  • 42πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] …

    Dictionary of Greek

  • 43πορτάρω — Ν (για κυνηγετικό σκυλί) φέρνω το θήραμα στον κυνηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portare «φέρνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 44προδοκή — ἡ, Α 1. τόπος όπου ενεδρεύει κανείς ή περιμένει το θήραμα, ενέδρα («δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «προενέδρα». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοκή «ενέδρα, παρατήρηση»] …

    Dictionary of Greek

  • 45πτύξαγρις — και πύξαγρις, άγριδος, ὁ, Α είδος κάβουρα («διὰ τὸ τὰς πτυχὰς τῶν ὀστρείων ἀγρεύειν», Ζωναρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύξ (< πτύσσω) + ἄγρα «καταδίωξη και σύλληψη ζώων, θήραμα, αλίευμα»] …

    Dictionary of Greek

  • 46πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 47σέτερ — Όνομα τριών φυλών κυνηγετικών σκύλων ιχνηλατικού τύπου. Διακρίνονται το αγγλικό σ., το σκοτικό σ., που λέγεται και Γκόρντον, και το ιρλανδικό σ.: το δεύτερο, πιο μεγάλο και πιο μυώδες από τα άλλα δύο, έχει ύψος ως το ακρώμιο 62 66 εκ. και ζυγίζει …

    Dictionary of Greek

  • 48στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …

    Dictionary of Greek

  • 49σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …

    Dictionary of Greek

  • 50τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… …

    Dictionary of Greek