θήραμα

  • 31καλλιώνυμος — (Callionymus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των καλλιωνυμιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, το μήκος των οποίων είναι μικρότερο από 30 εκ. Έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι χωρίς λέπια, στενό στόμα με πολλά και μικρά δόντια και μεγάλα στηθικά… …

    Dictionary of Greek

  • 32κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …

    Dictionary of Greek

  • 33κυνήγησις — κυνήγησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κυνηγώ] θήραμα, ζώο που κυνηγιέται ή που σκοτώνεται σε κυνήγι …

    Dictionary of Greek

  • 34κυνηγάκι — κυνηγάκι, τὸ (Μ) θήραμα, κυνήγι …

    Dictionary of Greek

  • 35κυνηγέσιο — το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης] ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν… …

    Dictionary of Greek

  • 36κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …

    Dictionary of Greek

  • 37λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που …

    Dictionary of Greek

  • 38νυκτερεία — νυκτερεία, ἡ (Α) [νυκτερεύω] κυνήγι που γίνεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας, για να συλληφθεί το θήραμα την ώρα τού ύπνου («θήρευσις... τοῑς παρ ἡμῑν ἀθληταῑς, ὧν ἡ μὲν τῶν εὐδόντων αὖ κατὰ μέρη νυκτερεία», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 39οπισθόγλυφα — Ομάδα φιδιών της οικογένειας των κολουβριδών, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών με ιοβόλο αυλάκι, που βρίσκεται στην πίσω επιφάνεια τους. Τα φίδια όμως αυτά δεν μπορούν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στο ζωντανό θήραμα που… …

    Dictionary of Greek

  • 40ορνεάζομαι — ὀρνεάζομαι (Α) [όρνεον] 1. ασχολούμαι με το κυνήγι ορνέων 2. μτφ. κρατώ το κεφάλι ψηλά, όπως ο κυνηγός που ψάχνει για το θήραμά του …

    Dictionary of Greek