θήραμα

  • 21διώγμα — το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) [διώκω] 1. καταδίωξη, κυνήγημα 2. το αντικείμενο τής καταδιώξεως, το θήραμα μσν. νεοελλ. (για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή μσν. αλλαγή σελήνης αρχ. μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους …

    Dictionary of Greek

  • 22εξισχύω — ἐξισχύω (AM) είμαι πολύ δυνατός («οὐδόλως ἐξισχύσωμεν τὸ θήραμα θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.) αρχ. 1. εξουσιάζω, επικρατώ 2. έχω στην εξουσία μου, καταδυναστεύω («τὸ δαιμόνιον παίδων ἐξισχύον») 3. μέσ. (για φλόγα) δυναμώνω («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι… …

    Dictionary of Greek

  • 23εύθηρος — εὔθηρος, ον (Α) 1. ο τυχερός στο κυνήγι («εὔθηρος ὀρνέων ἵρηξ», Βάβρ.) 2. (για τον θεό Πάνα) αυτός που παρέχει πετυχημένο κυνήγι («εὐθήρω Πανί προσευξάμενοι») 3. ο κατάλληλος να δελεάζει το θήραμα, ο κατάλληλος για δόλωμα («καὶ ἔστιν εὔθηρα… …

    Dictionary of Greek

  • 24ζαστανώνω — 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) εξαναγκάζω το θήραμα να υποκύψει, να σταματήσει …

    Dictionary of Greek

  • 25ζούμπρος — ζοῡμπρος, ὁ (Μ) άγριο ζώο, θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zabrz] …

    Dictionary of Greek

  • 26ζώγρημα — ζώγρημα, τό (AM) [ζωγρώ] 1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό 2. μτφ. λεία, θύμα («ζώγρημα τοῡ διαβόλου») …

    Dictionary of Greek

  • 27θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …

    Dictionary of Greek

  • 28θήρημα — θήρημα, τὸ (Α) ιων. τ., βλ. θήραμα* …

    Dictionary of Greek

  • 29θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 30ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… …

    Dictionary of Greek