θήνιον γάλα

  • 1θήνιον — θήνιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γάλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θη (πρβλ. θήσθαι) + επίθημα ν( ο) (πρβλ. γαλαθη νό ς) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, φυλλάδ ιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 2θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… …

    Dictionary of Greek