θήλεια
1θηλεία — θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom/voc/acc dual θηλείᾱ , θῆλυς female fem acc dual (ionic) θηλείᾱ , θῆλυς female fem nom dual (ionic) …
2θηλείᾳ — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) …
3θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
4θήλεια — θῆλυς female fem nom/voc sg θῆλυς female fem nom sg (ionic) …
5θηλείας — θηλείᾱς , θῆλυς female fem acc pl θηλείᾱς , θῆλυς female fem gen sg (doric ionic aeolic) …
6θηλειάων — θηλειά̱ων , θῆλυς female fem gen pl (epic ionic aeolic) …
7θηλείαι — θηλείᾱͅ , θῆλυς female fem dat sg (doric ionic aeolic) …
8απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά …
9θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω …
10ιπποθήλεια — ἱπποθήλεια, ἡ (Α) η θήλεια ίππος, η φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θήλεια] …