θέρος
81νειλοθερής — νειλοθερής, ές (Α) 1. ο καμμένος, ο μελαψός από τον ήλιο και τον αέρα τής χώρας τού Νείλου, τής Αιγύπτου 2. (κατ άλλ. ερμ.) αυτός που γεννήθηκε, που βλάστησε στη χώρα τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + θερής (< θέρος), πρβλ. ηλιο θερής] …
82οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …
83παραθερισμός — ο η παραμονή στην εξοχή κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 σε βασιλικό διάταγμα] …
84περιφλέγω — ΜΑ παθ. περιφλέγομαι καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι μσν. παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῑς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.) αρχ. 1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.) 2. φλέγω, καίω… …
85πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] …
86πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… …
87ραδίκι — Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή… …
88σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… …
89συμπεθεριά — η / συμπε(ν)θερία, ΝΜ [συμπέ(ν)θερος] 1. η εξ αγχιστείας συγγένεια 2. συνεκδ. συνοικέσιο, προξενιό …
90συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …