θέρος

  • 61θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… …

    Dictionary of Greek

  • 62θερέσιμος — θερέσιμος, ον (Α) [θέρος] (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) θερέσιμον «θεριστικόν» …

    Dictionary of Greek

  • 63θερίδιον — θερίδιον, το (Α) [θέρος] θερινή διαμονή …

    Dictionary of Greek

  • 64θερίνεος — θερίνεος, έη, ον (Α) [θέρος] θέρειος, θερινός …

    Dictionary of Greek

  • 65θερεινόμος — θερεινόμος, ον (Α) αυτός που μπορεί να παράσχει βοσκή στα ζώα κατά το θέρος («θερινόμος πόα» θερινή βοσκή, Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 66θεριτός — θεριτός, ὁ (Μ) [θέρος] ο καιρός τού θερισμού …

    Dictionary of Greek

  • 67θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …

    Dictionary of Greek

  • 68θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 69θερόφυτα — τα βοτ. ετήσια φυτά που επιβιώνουν από μια ετήσια δυσμενή περίοδο μόνο με τη μορφή σπερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. therophytes < thero (πρβλ. θέρος) + phytes (πρβλ. φυτό)] …

    Dictionary of Greek

  • 70ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …

    Dictionary of Greek