θέρος
51-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
52άμητος — ἄμητος, ο (Α) [ἀμῶ] 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού, το θέρος …
53άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …
54αειθερής — ἀειθερής, ές (Α) για τόπους, στους οποίους επικρατεί πάντοτε καλοκαίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θέρος] …
55βουθερής — βουθερής, ές (Α) (λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θερής < θέρος] …
56ενθερίζω — ἐνθερίζω (AM) [θερίζω] περνώ το θέρος, παραθερίζω («πόλις ἐνθερίσαι οἵα βελτίστη», Δικαίαρχ.) …
57εύθερος — εὔθερος, ον (Α) (για τόπο) ο καλός, ο ευχάριστος για το καλοκαίρι («χωρίον... αὔραις διαπνεόμενον, εὔθερον, ἐλεύθερον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θέρος] …
58ζαθερής — ζαθερής, ές (Α) πολύ θερμός, καυτός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη θερής, ηλιο θερής] …
59θέρετρο — το (Α θέρετρον) τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή νεοελλ. θερινή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα τρον παρεκτεταμένος τ. με ε (πρβλ. δέλ ετρον)] …
60θέριτος — θέριτος, ὁ (Μ) [θέρος] ο θερισμός …