θέρος
11θέρεος — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
12θέρεσιν — θέρος summer neut dat pl …
13θέρευς — θέρος summer neut gen sg (epic doric ionic) …
14θέρην — θέρος summer neut acc sg θέρω heat pres inf act (doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) θέρω heat aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …
15θέρους — θέρος summer neut gen sg (attic epic doric ionic) …
16Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …
17Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …
18θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος …
19θεριακός — (I) ή, ό [θεριό] 1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός 2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή η θηριακή*. (II) θεριακός, ή, όν (Α) [θέρος] αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος …
20Minuscule 2427 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 2427 Text …