θέρμος
1θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg …
2θέρμος — lupine masc nom sg …
3θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …
4θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …
5θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… …
7θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg …
8θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl …
9θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) …
10θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl …