θέρμη
1Θέρμη — heat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Θέρμῃ — Θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) …
3θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… …
4θέρμη — η 1. πυρετός, ελονοσία: Με πιάνει θέρμη. 2. ζήλος: Ανέλαβε με θέρμη αυτήν την υπόθεση. 3. εγκαρδιότητα: Μας δέχτηκε με θέρμη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Θέρμη — Sp Tèrmė Ap Θέρμη/Thermi L ŠR Graikija …
6θέρμη — θέρμα fem nom/voc sg (attic epic ionic) θέρμη heat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7θέρμῃ — θέρμα fem dat sg (attic epic ionic) θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) θέρμω heat pres subj mp 2nd sg θέρμω heat pres ind mp 2nd sg θέρμω heat pres subj act 3rd sg …
8θερμῇ — θερμάζω fut ind mid 2nd sg (doric) θερμάζω fut ind act 3rd sg (doric) θερμός hot fem dat sg (attic epic ionic) …
9θερμή — θερμός hot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10θέρμηι — θέρμῃ , θέρμα fem dat sg (attic epic ionic) θέρμῃ , θέρμη heat fem dat sg (attic epic ionic) θέρμῃ , θέρμω heat pres subj mp 2nd sg θέρμῃ , θέρμω heat pres ind mp 2nd sg θέρμῃ , θέρμω heat pres subj act 3rd sg …