θέρειος
1θέρειος — θέρειος, ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [θέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» θερινή ξηρασία, Εμπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα) το θέρος 3. (το υπερθ.) θερείτατος …
2θέρειος — of summer masc nom sg …
3θέρειον — θέρειος of summer masc acc sg θέρειος of summer neut nom/voc/acc sg …
4θερειοτάτη — θέρειος of summer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
5θερειοτάτου — θέρειος of summer masc/neut gen superl sg …
6θερειᾶν — θέρειος of summer masc/fem gen pl (doric) …
7θερειότατος — θέρειος of summer masc nom superl sg …
8θερειότερος — θέρειος of summer masc nom comp sg …
9θερείαις — θέρειος of summer fem dat pl …
10θερείην — θέρειος of summer fem acc sg (epic ionic) θέρω heat aor opt pass 1st sg …