1θέμωσε — θεμόω drove aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2θεμώ — θεμῶ, όω (Α) [θεμός] κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.) …
Dictionary of Greek