θέλω
111γελασείω — (Α) [γελώ] θέλω να γελάσω, μού ρχεται να γελάσω …
112διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …
113διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …
114διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια …
115είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …
116εθέλω — βλ. θέλω …
117εθελεχθρώ — ἐθελεχθρῶ ( έω) (Α) θέλω να εχθρεύομαι κάποιον …
118εθελοκακώ — (AM ἐθελοκακῶ) [εθελόκακος] θέλω να είμαι κακός αρχ. (για στρατιώτη) δείχνω επίτηδες δειλία …
119εκουσιάζομαι — ἑκουσιάζομαι (Α) 1. προσφέρω εθελοντικά τις υπηρεσίες μου 2. θέλω, προτιμώ …
120εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …