θάλλῳ
1θάλλω — sprout pres subj act 1st sg θάλλω sprout pres ind act 1st sg …
2θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …
3Θαλλώ — Θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual Θαλλώ fem nom sg …
4θάλλω — έθαλα, αμτβ. 1. (για φυτά), βλασταίνω άφθονα, ευδοκιμώ, λουλουδίζω. 2. μτφ., είμαι ανθηρός, είμαι ακμαίος, είμαι γεμάτος σφρίγος. 3. μτφ., ευτυχώ, είμαι ευτυχισμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Θαλλῷ — Θαλλός young shoot masc dat sg …
6θαλλῷ — θαλλός young shoot masc dat sg …
7θαλλώ — θαλλός young shoot masc nom/voc/acc dual …
8Θάλλω — Θάλλος masc nom/voc/acc dual Θάλλος masc gen sg (doric aeolic) …
9Θάλλῳ — Θάλλος masc dat sg …
10θάλλον — θάλλω sprout pres part act masc voc sg θάλλω sprout pres part act neut nom/voc/acc sg θάλλω sprout imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θάλλω sprout imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …