θάλαμος
1θάλαμος — an inner room masc nom sg …
2θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …
3θάλαμος — ο 1. δωμάτιο: Νυφικός θάλαμος. 2. μεγάλος χώρος σε νοσοκομείο ή στρατώνα όπου κοιμούνται πολλά άτομα μαζί. 3. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής: Σκοτεινός θάλαμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4επωαστικός θάλαμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ορνιθοτροφία για την τεχνητή επώαση των αβγών. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο ή από άλλο δυσθερμαγωγό υλικό, από μια θερμαντική συσκευή (νερού, αέρα ή ηλεκτρική), από μια σειρά αγωγών για τη διανομή της… …
5θαλάμω — θάλαμος an inner room masc nom/voc/acc dual θάλαμος an inner room masc gen sg (doric aeolic) …
6θαλάμοιο — θάλαμος an inner room masc gen sg (epic) …
7θαλάμοις — θάλαμος an inner room masc dat pl …
8θαλάμοισι — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …
9θαλάμοισιν — θάλαμος an inner room masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10θαλάμου — θάλαμος an inner room masc gen sg …