θώψ
1θωψ — θώψ, ωπός ὁ (Α) 1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» αν κανείς τόν περιποιείται πάρα πολύ, τόν υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.) 2. ως επίθ. φρ. «θῶπες… …
2θώψ — flatterer masc nom/voc sg …
3θωπί — θώψ flatterer masc dat sg …
4θωπῶν — θώψ flatterer masc gen pl …
5θωπός — θώψ flatterer masc gen sg …
6θῶπα — θώψ flatterer masc acc sg …
7θῶπας — θώψ flatterer masc acc pl …
8θῶπες — θώψ flatterer masc nom/voc pl …
9θῶπ' — θῶπα , θώψ flatterer masc acc sg θῶπε , θώψ flatterer masc nom/voc/acc dual …
10θωπεύω — (Α θωπεύω) [θωψ] 1. κολακεύω, καλοπιάνω 2. περιποιούμαι πολύ, παρέχω υπηρεσίες 3. χαϊδεύω, χαϊδολογώ («θωπεύω ίππον») αρχ. 1. (για σκύλο) κάνω χαρές 2. (για ασθένεια) κατευνάζω 3. φρ. «καιρὸν θωπεύω» εκμεταλλεύομαι τις περιστάσεις …
- 1
- 2