θώρακας

  • 81καβουρομάνα — Δεκάποδο καρκινοειδές της υπόταξης των βραχυούρων, γνωστό στη χώρα μας και με τις ονομασίες μεγάλος κάβουρας, αράχνη της θάλασσας κ.ά. Η επιστημονική του ονομασία είναι Maia squinado. Αυτό το είδος καβουριού έχει ωοειδή, καστανοκοκκινωπό… …

    Dictionary of Greek

  • 82καλιμενίδες — Οικογένεια της υφομοταξίας των τριλοβιτών, οι αντιπρόσωποι της οποίας έζησαν στις θάλασσες του σιλουρίου και του δεβονίου (παλαιοζωικός αιώνας) σε ολόκληρη τη Γη, γεγονός που αποδεικνύει ότι ήταν ικανοί να ζήσουν σε οποιεσδήποτε συνθήκες… …

    Dictionary of Greek

  • 83καραβιδαστακός ή καραβιδομάνα ή χόμαρο — Κοινές ονομασίες του δεκάποδου μαλακοστράκου Homarus vulgarisAstacus gammarus. Το είδος αυτό συγγενεύει με τον ελληνικό ή αγκαθωτό αστακό παλίνουρο τον κοινό. Ο κ., μέσου μήκους 60 εκ. (χωρίς τις κεραίες), έχει συνήθως καστανοκόκκινο χρώμα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 84Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… …

    Dictionary of Greek

  • 85Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 86Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της …

    Dictionary of Greek

  • 87Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …

    Dictionary of Greek

  • 88πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …

    Dictionary of Greek

  • 89πυγολαμπίδες — Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των λαμπυριδών. Έχουν συνήθως μήκος 6 8 χλστ., το σώμα τους είναι ορθογώνιο με τα δύο άκρα στρογγυλευμένα· το μικρό κεφάλι φέρει ένα ζευγάρι νηματοειδών κεραιών. Τα έλυτρα είναι καλά ανεπτυγμένα και στη θέση… …

    Dictionary of Greek

  • 90ραχίτιδα, ραχιτισμός — Διαταραχή της ανάπτυξης γενικά και του σκελετού ειδικότερα, που αφορά τη διεργασία της οστέωσης και τον μεταβολισμό των αλάτων, κατά τη διάρκεια της ταχείας αύξησης, που είναι χαρακτηριστική στα πρώτα χρόνια της ζωής. Οφείλεται σε ποικίλα… …

    Dictionary of Greek