θώρακας

  • 71όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 72αιολόδους — Ερπετό της οικογένειας των τελεοσαυριδών, που έζησε κατά την άνω ιουράσιο περίοδο με βάση το τριασικό σύστημα χρονολόγησης και βρέθηκε το 1812 κλεισμένο στον λιθογραφικό σχιστόλιθο του Δέτιγκ, στην περιοχή του Μονχάιμ. Το μήκος του είναι 1 μ. (η… …

    Dictionary of Greek

  • 73αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …

    Dictionary of Greek

  • 74άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …

    Dictionary of Greek

  • 75γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …

    Dictionary of Greek

  • 76δερματόπτερα — (dermatoptera).Τάξη εντόμων της υφομοταξίας των πτερυγωτών. Το σώμα τους είναι πεπιεσμένο, λεπτό, σκούρο και σκληρό, εξαιτίας της επένδυσής του με χιτίνη. Το κεφάλι φέρει μεγάλα, σύνθετα μάτια και αρκετά μακριές κεραίες που αποτελούνται από 10… …

    Dictionary of Greek

  • 77έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 78Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… …

    Dictionary of Greek

  • 79ιχνευμονίδες — (ichneumonidae).Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη –τα περισσότερα από κάθε άλλη οικογένεια υμενοπτέρων–, διαδεδομένα στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Το σώμα τους, του οποίου το χρώμα και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 80καβάδιο — Είδος βυζαντινού στρατιωτικού επενδύτη ή χιτώνα, που παρέλαβαν οι Βυζαντινοί από τους Πέρσες, οι οποίοι με τη σειρά τους το είχαν υιοθετήσει από τους Ασσυρίους. Κ. ονομαζόταν, επίσης, ο μάλλινος ή βαμβακερός θώρακας που φορούσαν ορισμένες φορές… …

    Dictionary of Greek