θώρακας
41κλιβανισμένος — κλιβανισμένος, η, ον (Μ) θωρακισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας («ἐπήγαιναν ἔμπροσθέν του Ἀραβίτες,... κλιβανισμένοι», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλιβανίζω με σημ. «θωρακίζω» (< κλίβανον «θώρακας»)] …
42κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] …
43κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …
44κοράτσα — η (Μ κοράτσα) θώρακας, πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. corazza] …
45κουράσσα — κουράσσα, ἡ (Μ) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. cuirassa] …
46κουρτίνα — και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα) νεοελλ. ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι μσν. ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας τού τείχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ.… …
47λωρικάτος — ο (AM λωρικάτος και λουρικάτος) ὁ στρατιώτης που φορούσε λωρίκιον, θωρακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώρικον «μεταλλικός θώρακας» + κατάλ. άτος] …
48λωρικοζωσμένος — και λουρικοζωσμένος, η, ον (Μ) αρματωμένος με θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώρικον «αλυσιδωτός θώρακας» + ζωσμένος, μτχ. παρακμ. τού ζώνομαι] …
49λώριξ — λῶριξ και λοῡριξ, ὁ (Μ) λωρίκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lorica «θώρακας» (πρβλ. λωρίκα)] …
50μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… …