θώρακας

  • 31θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… …

    Dictionary of Greek

  • 32θωρακίς — θωρακίς, ίδος, ἡ (Α) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. λειμακ ίς, πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 33θώρακος — θώρακος, ἡ (Μ) θώρακας πανοπλίας («θώρακον ἴσχει σιδηρᾱν», Φυσιολ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, με μεταβολή γένους κατά τα θηλ. σε ος] …

    Dictionary of Greek

  • 34θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του …

    Dictionary of Greek

  • 35θώρηξ — θώρηξ, ηκος ὁ (Α) (ιων. και επικ. τ.) θώρακας …

    Dictionary of Greek

  • 36καρδιοφύλαξ — καρδιοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) αυτός που προφυλάσσει την καρδιά, δηλ. ο θώρακας …

    Dictionary of Greek

  • 37κατάφραγμα — το (Μ κατάφραγμα) [καταφράσσω] νεοελλ. το προφυλακτικό περίβλημα που εκτείνεται σε όλη την έκταση τού αντικειμένου που προφυλάσσεται μσν. αμυντικό όπλο που κάλυπτε και προστάτευε τον κορμό, θώρακας …

    Dictionary of Greek

  • 38κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …

    Dictionary of Greek

  • 39κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …

    Dictionary of Greek

  • 40κλίβανον — και κρίβανον, τὸ (Α) 1. κλίβανος* 2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους] …

    Dictionary of Greek